- βάλσαμο
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ.
Σχεδόν όλα τα β. έχουν την ιδιότητα να σκληραίνουν στον αέρα, να γίνονται δηλαδή πυκνόρρευστα ή εντελώς στερεά. Έχουν ευχάριστη οσμή και είναι αδιάλυτα στο νερό και διαλυτά στους οργανικούς διαλύτες.
Μερικά από τα φυτικά β. είναι η βενζόη, το β. του Περού, που εκκρίνεται από ένα οσπριοειδές της κεντρικής Αμερικής, και το β. του Τολού. Όλα αυτά έχουν εφαρμογές στη φαρμακευτική. Πρέπει να αναφερθεί επίσης το β. του Καναδά, που εκκρίνεται από τα καναδικά έλατα, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικών οργάνων λόγω της διαφάνειάς του και του ειδικού δείκτη διάθλασης. Τα β. έχουν σήμερα ευρεία χρήση.
* * *και μπάλσαμο και βάρσαμο, το και βάλσαμος και βάρσαμος και μπάλσαμος, ο (AM βάλσαμον, το, Α και βάρσαμον, το, Μ και βάρσαμος, ο)1. βαλσαμόδεντρο, δέντρο με αρωματική ρητίνη Balsamodendrum opobalsamum2. η ρητίνη του βαλσάμου, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς3. (γενικά) αρωματικό φυτόνεοελλ.1. φάρμακο, γιατρικό2. παρηγοριά, ανακούφιση.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο πιθ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. bāšām, αραβ. ba šām)].
Dictionary of Greek. 2013.